- ξεκομμένα
- επίρρ.1) коротко и ясно, прямо, открыто, напрямик; наотрез, категорически; 2) безвозвратно, окончательно, раз и навсегда
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεκομμένος — η, ο [ξεκόβω] 1. αποχωρισμένος, αποσπασμένος 2. απομονωμένος, μεμονωμένος. επίρρ... ξεκομμένα 1. σύντομα και απερίφραστα («τού τό πα ξεκομμένα») 2. αμετάκλητα … Dictionary of Greek